αναστομώνω

αναστομώνω
[-ώ (ο)] 1. μετ.
1) расширять; 2) пробуждать аппетит; 3) мед. анастомозировать (сосуды и т. п.); 4) спец. шлифовать внутреннюю поверхность (трубки); 2. αμετ. нагло возражать;

αναστομώνομαι

1) — образовывать пролив;

τό πέλαγος αναστομώνεται σ·εκείνο το σημείο — море в Зтом месте образует пролив;

2) мед. образовывать анастомозы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναστομώνω" в других словарях:

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναστομώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω άνοιγμα σαν στόμα: Στο σημείο εκείνο το πέλαγος αναστομώνεται. 2. (ιατρ.), ενώνω δύο αγωγούς (αιμοφόρα αγγεία, έντερα κτλ.): Ο γιατρός πέτυχε να αναστομώσει τα δύο αιμοφόρα αγγεία. 3. ακονίζω: Μερικά χειρουργικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως …   Dictionary of Greek

  • αναστόμωση — η το να αναστομώνει κανείς (βλ. αναστομώνω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»