αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… … Dictionary of Greek
αναστομώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω άνοιγμα σαν στόμα: Στο σημείο εκείνο το πέλαγος αναστομώνεται. 2. (ιατρ.), ενώνω δύο αγωγούς (αιμοφόρα αγγεία, έντερα κτλ.): Ο γιατρός πέτυχε να αναστομώσει τα δύο αιμοφόρα αγγεία. 3. ακονίζω: Μερικά χειρουργικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως … Dictionary of Greek
αναστόμωση — η το να αναστομώνει κανείς (βλ. αναστομώνω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)